Είμαι εδώ και τρία χρόνια εκτός Ελλάδος και, δόξα
τω Θεώ, μπόλικη η περιπέτεια και αρχετυπικές δυνατές οι εμπειρίες μου.
Και ξαφνικά, χαράματα ώρα Ελλάδος, άκουσα πως έφυγε από την ζωή ο
μέντοράς μου Νάνος Βαλαωρίτης. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και κατέβηκαν τα
δάκρυά μου, το ένα μετά το άλλο.
Του Νάνου του άρεσε να τον αποκαλώ φίλο
διότι με τίμησε με την φιλία του. Συχνά πυκνά και επί πολλά χρόνια
κουβεντιάζαμε τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με όλα
όσα διοργάνωνε στην Αθήνα για την προώθηση του πολιτισμού και των
τεχνών —ήμουν μέλος της ομάδας και παρέας των υπερρεαλιστών, η οποία
ήταν συνέχεια της παράδοσης που δημιουργήθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο κατά της αθλιότητας και της φθοράς των αξιών—.
Ο Νάνος ήξερε στο πετσί του τι σημαίνει
διανόηση, τι σημαίνει εξουσία και αντίσταση και τι σημαίνει γραφή. Βίωσε
την παγκόσμια λογοτεχνία του περασμένου αιώνα μας ως τις 13 Σεπτεμβρίου
του 2019. Κι εγώ είχα το ευτύχημα να γνωρίσω τον Νάνο στην Ελλάδα,
μόλις δυο μήνες μετά από την επιστροφή του μαζί με την οικογένειά του
από την Αμερική.
Ως λάτρης του ραδιοφώνου, και αφού είχα
μια ικανοποιητική εξέλιξη στο Πανεπιστήμιο, αποφάσισα να κάνω ένα δώρο
στον εαυτό μου. Έτσι την μέρα γενεθλίων μου παρέστην σε μία ποιητική
εκδήλωση που διοργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων σε κάποια γνωστή
αίθουσα.
Πήρα το περιοδικό «Ποίηση» που ήταν στα
Γαλλικά και το 1996 είχαν μεταφράσει κάποιοι γνωστοί μου και 25 δικά μου
ποιήματα. Είπα στον εαυτό μου, μπορεί να βρεθεί εκεί κάποιος αληθινός
ποιητής να του τα χαρίσω και να γίνουμε φίλοι και να συνεργαστούμε!
Η εκδήλωση με συγκίνησε αφάνταστα,
ανάμεσα σε πολλούς, συνάντησα και έναν Γέροντα με κάτασπρα μαλλιά και
μούσι, τόσο σοφό και ήρεμο. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, πλησίασα και
συστήθηκα.
Ο αείμνηστος Νάνος με ένα απαλό χαμόγελο, γεμάτο σεβασμό, μου είπε «καλώς που ανταμώσαμε!»
Και άνοιξε το περιοδικό και μου είπε: «Να έρθεις αύριο για καφέ, έχουμε πολλά πολλά να πούμε μαζί, Χίβα μου».
Την επομένη το απόγευμα ξαναπήγα στο
Κολωνάκι, σε ένα καφέ κοντά στο σπίτι του. Ήταν φυσικό να μην γνωρίζω
ποιος ήταν ακριβώς ο Νάνος Βαλαωρίτης, διότι αφιέρωνα όλο το χρόνο μου
στην μελέτη της Κοινωνιολογίας και Πολιτικής και της μοίρας των λαών της
Καθ’ ημάς Ανατολής.
Ο Νάνος με σύστησε σε ένα ζευγάρι που είχε έρθει επίσης και παρήγγειλε καφέ, ένα κέικ πορτοκάλι, κι είπε στο ζευγάρι:
«Είναι ποιήτρια μεταφρασμένη σε Γαλλικό περιοδικό, έχει γεννηθεί την
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, και είναι Κουρδικής προέλευσης και σίγουρα με
κάποιο Ελληνικό υπόβαθρο και χθες έκλεισε τα 22 της χρόνια!». Και
άκουσα τις ευχές όλων και ήταν τόσο φιλόξενοι όλοι τους που με έσκαβαν
να νιβόσουν σαν στο σπίτι μου που το είχα τόσο νοσταλγήσει!
Εκείνη η αξέχαστη μέρα πέρασε και
καταγράφηκε στην ψυχή και στο πνεύμα μου. Ήταν τόσο μαγικά και τόσο
ζεστά όλα, κουβέντες σαν ζεστό ψωμί, απόψεις και αναμνήσεις κοινές και η
ελληνική γλώσσα ξεφλούδισε απόλυτα μέσα στο βάθος της ύπαρξής μου.
Με συγκίνηση είπα, «ευχαριστώ» και μου απάντησε: «εμείς
να δεις πόση χαρά έχουμε πάρει, θα είμαι πάντα φίλος για σένα, ένας που
σε εκτιμά για την τόλμη σου, το πνεύμα σου και το σπίτι που σε μεγάλωσε
με αγάπη για τα γράμματα και, πίστεψε με, θα χαιρόταν και Αντρέ Μπρετόν
και θα σε έλεγε «το τυχαίο φαίνεται τυχαίο άλλα δεν είναι τυχαίο» και συνεχίζει με ενθουσιασμό: «ο
προπάππος μου που ήταν φλογερός λόγιος της ελληνικής επανάστασης και
έχει υμνήσει την ελευθερία και τον αγώνα κατά των βαρβάρων Οθωμανών τώρα
χαίρεται που είσαι μαζί μας!»
Από τουπέ εγώ ήμουν κομμάτι του σπιτιού
και βρισκόμουν δυο φορές σε συνσντήσεις με τον Νάνο και τη γυναίκα του
τη Μαρί Γουίλσον η οποία ήταν εν ζωή τότε.
Το σπίτι του Νάνου
Δεν ήταν απλά σπίτι. Ήταν στέγη
γραμμάτων και τεχνών, δεν ήταν καθόλου τσιγκούνης, ήταν απλόχερος με τις
γνώσεις του και στον τρόπο του να καθοδηγήσει τα άτομα με τα οποία
συνδεόταν επαγγελματικά. Από το 2004 μελέτησα την ελληνική ποίηση και
βίωνα όλους τους γνωστούς στην Αθήνα και επίσης ο Νάνος που ήταν από την
παρέα της γενιάς του ‘30 —που είχε τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον
Κατσίμπαλη και άλλους θαυμάσιους Έλληνες στοχαστές— με την αγάπη για τον
κόσμο και ένα σεβασμό και περηφάνια για κάθε ρίζα του ελληνικού
οικουμενικού πνεύματος και για τους αυτονόητους αγώνες για μια ποιότητα
και πληρωμή και κατάθεση για αυτό.
Σε χρόνο ρεκόρ ο Νάνος μού προλόγισε το
πρώτο μου βιβλίο στα Ελληνικά που εκδόθηκε το 2008 στην Αθήνα. Οι
συνεργασίες μας κάθε φορά έφεραν κάτι νέο. Τότε αρθρογραφούσα για τον
ξένο τύπο ως πολιτιστική ανταποκρίτρια και έγγραφα στην εβδομαδιαία
στήλη «Τα Νέα της Αθήνας» στην Κουρδική εφημερίδα Aso. Του είχα πάρει
μια πεντάωρη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σταδιακά μαζί με μεταφράσεις
αρκετών ποιημάτων του που επέλεξα μόνη μου.
Έφερα σε επαφή τον Νάνο κι τον αείμνηστο πνευματικό μου πατέρα, τον αξέχαστο Καθηγητή Νεοκλή Σαρρή
Η Αθήνα, εκτός από τον Νάνο και στην
αρχή της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας, με ευλόγησε να συναντήσω και τον
γνωστό Νεοκλή Σαρρή, τον Τουρκολόγο και εμπειρογνώμων στα θέματα της
Τουρκίας και όχι μόνο. Τον γνώρισα και εκείνον τυχαία στο Πανεπιστήμιο
στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Μ. Ασίας και τον είχα επί 12 χρόνια
Δάσκαλο- πατέρα. Χαιρόταν κι εκείνος με την πρόοδό μου ως συγγραφέα στην
Ελληνική γλώσσα και το 2010 πήγαμε παρέα στο σπίτι του Νάνου.
Σαν παιδάκι ένιωθα! Αυτοί οι δυο
σπουδαίοι άνθρωποι μαζί μιλούσαν στον πληθυντικό και ταυτίζονταν μέσα
από αναφορές σε κοινά πρόσωπα και κοινές εμπειρίες. ο Νάνος χάρηκε τόσο
που μου είπε: «Τελικά απέκτησα και έναν μικρότερο αδελφό, Χίβα μου, ευχαριστώ!»
Λευκάδα τόπος και πίστη
Πολλά καλοκαίρια έχω μένει σε αυτό το
νησί και στην Μαδουρή ως καλεσμένη της οικογενείας. Ωραιότατα καλοκαίρια
στο πέτρινο κτίριο με την εικόνα του Αριστοτέλη να δεσπόζει και κύματα
πολλά και όλο το γαλάζιο να καταγράφεται όλο και πιο βαθιά στην μνήμη
μου.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης θα δεσπόζει πάντα
μαζί μας ως ιστορικό πρόσωπο για όλα όσα απλόχερα μοίραζε ως φίλος και
μέντορας και θα αναδύεται στην σκέψη και στο πνεύμα μου με όλα όσα δεν
έλεγε αλλά τα εννοούσε, ως όραμα και ελπίδα.
Αιωνία του η μνήμη!
Ποια θάλασσα
του Νάνου Βαλαωρίτη
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
No comments:
Post a Comment