Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης για την Χίβα Παναχί στα 24γράμματα
«Κάθε απόγευμα Ένα παιδί κάθεται. Κάθεται Στις τσιμεντένιες σκάλες Του σπιτιού Κοιτάει επίμονα Στα μάτια των αναστεναγμών μου», (Χίβα Παναχί, ‘Αναμνήσεις’).
Στην ποιητική συλλογή της ποιήτριας (Κουρδικής καταγωγής), Χίβα Παναχί, διαφαίνεται η τάση-κατεύθυνση προς το πραγματικό, η πρωτόλεια μνήμη της μητρικής αγκαλιάς-μητρικής γης (η συνάρθρωση των δύο παράγει & αναπαράγει ποίηση), η συγκρότηση του «εαυτού»-ταυτότητας εκ νέου, εκτός συγκεκριμένου πεδίου αλλά εντός ποίησης, η διττή όψη ενός γίγνεσθαι (μίας πραγματικότητας) η οποία καθίσταται ‘απόμακρη’ και, την ίδια στιγμή, ‘λειτουργική’ για την ποιήτρια Χίβα Παναχί, ‘λειτουργική’ και για την ίδια την αποκρυστάλλωση της ποίησης ως χρόνο του υποκειμένου πάνω στη γη, ως αναπαραγωγή «θραυσμάτων» και «ρηγματώσεων» που ‘συνεπαίρνουν’, μεταβάλλουν, που κινούνται προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός ειδικού περιβάλλοντος: ΄είμαι’ μονάδα εντός ποιητικών-κειμενικών αναφορών, μονάδα γειωμένη και σε ώσμωση με ότι θα αποκαλούσαμε ασταθή κοινωνία.[1] Η Χίβα Παναχί είναι η ποιήτρια που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη γη της, τη γη του Ιρανικού Κουρδιστάν.
«Στη Ζάλκα η μάνα μου Πρασίνισε, κοκκίνισε, Πονεμένη γεννήθηκα οι γυναίκες έβαλαν τα ρούχα τους αλλιώς Χλόμιασαν οι λαμπάδες Απ’ την κρύα φωτιά του βλέμματος μου Κάθε καλοκαίρι Σου μιλούσα για το σιτάρι που θερίζεται Μαυρίζουν στον κάμπο Μαυρίζουν από μέσα τα τραγούδια της εποχής Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες»;[2]
Μέσα στη γη και στο πεδίο της μνήμης, η ποίηση της Χίβα Παναχί απεντάσσει τη «σκληρή επιφάνεια» του λόγου που κανοναρχεί, πειθαρχεί, του λόγου που θέλει να ορίσει την πειθαρχία του έκκεντρου λόγου και των σωμάτων (το σώμα περιλαμβάνει ποίηση, για την ακρίβεια, συνιστά το ίδιο ποίηση.[3]
Η γη-μητέρα (αρχετυπικό σύμβολο, ‘εμπνευσμένο’ & υπερ-προσδιορισμένο σε εποχές εξορίας-προσφυγιάς), η μητέρα-μήτρα, επανεγγράφονται, αφενός μεν ως «δομική» φυγή, αφετέρου δε ως ‘συνταρακτική’ επιστροφή’ στα ‘μυστικά του χιονιού’.
Η γη θρέφει, η μάνα στέκει και η ποίηση διευρύνει και διευρύνεται συνάμα, μετασχηματίζεται σε ‘έρωτα του σιταριοb137669ύ’, σε λεπτό όριο, σε κατεξοχήν πεδίο γης, (κομμάτι χώρου) και μνημειακής εκφοράς της εξόριστης ποιήτριας, που, μέσα από το απείκασμα και το ‘μόριο’ (να θυμηθούμε τα φράκταλ του Έκτωρα Κακναβάτου) της εικόνας της, διαβλέπει την «απόσχιση» και ‘παύση’ των εξόριστων, των προσφύγων από τη ‘μητρική’ γη, (και γλώσσα), και, (αναγκαίο το διαζευκτικό και), δύναται να φθάσει σήμερα.
Κι η ποιήτρια Χίβα Παναχί «γεννήθηκε πονεμένη», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, με τον φόβο μεταξύ κρίσης & σταθερότητας, με το παίγνιο και την παρατήρηση (ή το παίγνιο της παρατήρησης των πάντων), μεταξύ «απαγκίστρωσης» και εκδίωξης, μεταξύ ταύτισης-καταφυγής: «Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες»; Αναφωνεί η Χίβα Παναχί, αναζητώντας τη διάρκεια στην ποίηση, την πατρίδα που εκφεύγει στη σημασιολογική της φορά, τη μητέρα-μάνα που ζητάει σε κάθε της τελεία. «Σιτάρι που θερίζεται» λοιπόν η λέξη και η γλώσσα της ποίησης, «σιτάρι» που «γονιμοποιεί» τις συνειδήσεις (και θέλει να επενεργήσει στις περίφημες ‘κοινωνικές επινοήσεις’ του Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα) και το ιστορικό γίγνεσθαι.
Το σιτάρι της Χίβα Παναχί φεύγει, για να μείνει όμως, εντός ποίησης, εντός προσωπικής διαδρομής-ιστορίας και μνήμης που συγκρατεί και συγκροτεί εκ νέου. Σε αυτό ακριβώς το πεδίο η ποίηση γίνεται ‘εποχή’ που διαφοροποιείται από τον ίδιο τον ορισμό του προφανούς. Η πρώτη λέξη, ο πρώτος ‘Θεός’ της ποίησης: η ανάγκη για καταγραφή, για εξιστόρηση & για εξιστόρηση της μνήμης.
«Ο κόσμος ήταν ωραίος Όπως οι μοναχικές στιγμές Μιας απλής ποιήτριας εγκυμονούσαν όνειρα Η όαση της πατρίδας τις ξεγέννησε νεκρές Κοίτα, κοίτα Πως οι σφήκες μαζεύονται Μέσα στις μπούκλες των μαλλιών Κρύβονται τα χρόνια της ποίησης Το χέρι μου Στο χέρι των ανέμων Αυτό το τρίκλισμα των ημερών Είναι ο μακρινός πλανήτης Του πύργου των καημών μας Στην καρδιά της μαύρης θάλασσας Σιγά σιγά οι επιθυμίες σου πάνε στον τάφο του παρελθόντος Έτσι λησμονιούνται».[4]
Πραγματικά, ενυπάρχει ο λόγος της ποίησης, που θα καταγράψει «σιωπηλές» επιθυμίες, τις διηγήσεις ενός κοριτσιού από εκεί, ενός κοριτσιού που, μέσω της ευθυγράμμισης με αυτό που προσδιορίζει (και προσδιορίζεται από την κοινότητα) ως αξία, «μετασχηματίζεται» σε ποιήτρια, ώσπου τότε, σαν εγκιβώτιση συμβάντος, η ποίηση (της) καταγράφει & ανατέμνει.
Εικόνες επιστρέφουν, η γραφή «βυθίζεται» και ‘διαρρηγνύει’ το χρόνο, η αθωότητα μίας ηλικίας και της πρώτης συνειδητοποίησης, «οι μοναχικές στιγμές μιας απλής ποιήτριας» που, «η όαση της πατρίδας τις ξεγέννησε νεκρές». Πέρα από τις στιγμές, ο εαυτός που μένει μετέωρος μεταξύ τώρα & μετά, μεταξύ φυγής και επανεκκίνησης. Και τα «κρυμμένα χρόνια της ποίησης» ‘αποκαλύπτονται’ ξαφνικά, περιλαμβάνουν περιπλανώμενες ανθρώπινες φιγούρες, εντός δεσμών φύσης, εντός ιεραρχήσεων του πολιτικού και προσλήψεων του πραγματικού. Είναι αυτές οι στιγμές της ποίησης που παραπέμπουν και δύνανται να καταγράψουν ωσάν βιωματικά την ίδια την αναδιαμορφούμενη γλώσσα των εν Ελλάδι [5]προσφύγων, οι οποίου διαβλέπουν τις μνήμες μίας φυγής «αλύτρωτης», χασματικής προς τους ίδιους και τους ‘άλλους’, ‘αναγκαστικής’, που τους ωθεί να συγκροτήσουν εκ νέου μία γλώσσα περιεχομενική, ίδια έγκληση του εαυτού στο άλλο πεδίο.
Ατομικά υποκείμενα (και ανομοιογενές συλλογικό υποκείμενο) επιλέγουν το δύσκολο δρόμο: τον δρόμο-κατεύθυνση της υποκειμενικής αναπαράστασης αυτού που ‘υπήρξε’, τον δρόμο-πορεία της εννοιολογικής κατασκευής-αναπαράστασης αυτού που ενυπάρχει στο τώρα: εμπόδια φυγής. Και στο μεσοδιάστημα, η ποίηση που δύναται να ανακαλύψει εκ νέου ταυτότητες, μία αλληλεγγύη του περιεχομένου, μα αρθρώσει την ‘ασταθή υποκειμενικότητα’, (των προσφύγων και μεταναστών), να ‘συλλάβει’ τη διαλεκτική της ιστορίας εντός ιστορίας ουσιαστικά, εντός κρίσης λαϊκής-εργατικής.
«Κρύβονται τα χρόνια της ποίησης» της Χίβα Παναχί για να ‘αποκαλυφθούν’ εντός φυγής, αναγκαστικής εξορίας, ‘προσφυγοποίησης’ ως διαδικασία πρόσληψης διαστάσεων του πολέμου «αφαίρεσης», του πόνου, της ίδιας τρωτότητας, ως διαδικασία ‘κτήσης’ όψεων που προσιδιάζουν στην ‘νέα’ κοινωνική πραγματικότητα. Τα σώματα των προσφύγων είναι οι υλικές απολήξεις της αλληλουχίας μεταξύ ιδεολογίας και πράξης, ‘φύλακες’ μίας μνήμης που θέλει να προσληφθεί ως κατηγορία αναφοράς. Και η ποίηση; Το διαρκές και δι-ιστορικό «τρίκλισμα των ημερών», αναφορά προς, τέχνη για.
«Κίτρινα πορτοκαλένια φύλλα Αναστέναξε ο ήλιος Χάθηκε Σε μια βροχερή μέρα του φθινοπώρου».[6] Αυτό που χάθηκε, ο ήλιος-ζωή, (ο θάνατος του σώματος), είναι ποίηση στο βαθμό που είναι προσφυγιά, άρθρωση των απανταχού «ευάλωτων», αξίωση μέλλοντος, ‘νέα’ ζωή. Και η Χίβα Παναχί προχωρά για να μυήσει & για να μυηθεί στον έρωτα ως στιγμή, «μάθημα» αναγέννησης, και κτήσης της υποκειμενικότητας διαμέσου της αντικειμενικότητας: «Έφερε ανεμόβροχο σήμερα ο ήλιος Σε αυτή τη ζέστη ξανά Είμαι γυναίκα εγκυμονώ τον έρωτα».[7] Η γυναικεία φύση και θέληση ενυπάρχει μαζί με τον έρωτα που θα ολοκληρωθεί όπως η ποίηση: ένθερμα. Η ποίηση της Χίβα Παναχί, «διανοίγει» τομές, κινείται αδιάκοπα στις διακλαδώσεις της μνήμης, αποκρυσταλλώνεται ως καθημερινό επίτευγμα, σε μία άλλη γη, σε μία άλλη γλώσσα.
Και τα ‘μυστικά του χιονιού’ είναι το καθημερινό της επίτευγμα, μία αναμέτρηση με τη σκληρότητα και την επιδίωξη αναδιαμόρφωσης του χώρου, μία «αγωνιστική» πρόκληση, μία επαναφορά της προσφυγιάς-΄προσφυγοποίηση ς’.
‘Τα μυστικά του χιονιού’ «εδαφικοποιούνται» στην εν Ελλάδι ευρύτερη
κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Για την ποιήτρια, θα λέγαμε πως η ίδια η
μητρογονική γη φροντίζει για αυτήν.. Και σπεύδει στους «ανθρώπους από
στάχτη».[8]
Από την ‘ύλη’ ενός νέου «δικαιικού» κώδικα. Διότι η ποίηση είναι σταθμός, μπροστά σε μία επιδίωξη «φυλάκιση» του σώματος και του πνεύματος, ίδιος στοχασμός του ανεξάντλητου..
[1] Η αστάθεια, περιοδική & δομική, συνιστά ‘σταθερά’ του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, του ευρύτερου ιστορικού προτσές, μία λειτουργία της διευρυμένης ιστορίας, πίσω και πέρα από τις επίσημες φωνές, από το θεσμοποιημένο όσο και καθεαυτό θεσμικό προσδιορισμό της ιστορίας. Η μνήμη (και με τον τρόπο με τον οποίο εμφιλοχωρεί & «εδαφικοποιείται» στο πεδίο της ποίησης) είναι τομή, όπως και η γη και η αναφορά στον άλλον στοχαστική ιστορία.
[2] Βλέπε σχετικά, Παναχί Χίβα, Έρωτας του Σιταριού’, Ποιητική Συλλογή, ‘Τα μυστικά του χιονιού’, Εκδόσεις Μαΐστρος, Αθήνα, 2008, σελ. 24. Για την ποιήτρια η ποίηση (θα λέγαμε η τεχνική της «απευθείας ανάθεσης») συνιστά εργαλείο ‘αυτονομίας-απελευθέρωσης’
από μία πατρίδα (Ιράν) που τη θέλει εκτός κύκλου ομόκεντρων αφηγήσεων,
συμπερίληψης του υποκειμένου ως ικανότητα & δυνατότητα. Η κουρδική
της ταυτότητα, η μαχητική γυναικεία υποστασιοποίηση (οι θεωρούμενες ως
εκτός κύκλου αφηγήσεις), διαμεσολαβούν μεταξύ της πατρίδας ως
γεωγραφικής οντότητας και της ποίησης ως πρακτικής-πραγματικής
«πατρίδας». Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ποίηση ως κυβερνολογική
μηχανική ‘επανεφεύρεσης’, ‘επανεγγραφής’ και διαχείρισης του εαυτού. Η
ποιήτρια συστήνεται με έναν τρόπο άμεσο, βαθιά εξομολογητικό, ενδεικτικό
μίας ποίησης που υπερβαίνει για να ‘σταθεί’ ως «κάτοψη»: «Ελάτε να
ορμήξετε Πάνω μου σαν πρωτόγονοι Φοβάστε κύριοι; Η καρδιά μου Το σύμπαν
της ποίησης Λέτε να σωπάσει»; Σε αυτό το σημείο, η «μεταβολή» της
ποιήτριας είναι χαρακτηριστική: η ποίηση με τον τρόπο της, δεν ‘σιωπά’.
Αντιθέτως, ύλη & πνεύμα μαζί, στρέφεται προς αυτό που την
περικλείει: την πειθαρχική εξουσία, στο κέντρο της οποίας αρθρώνεται η
ιδιαίτερη «πραγματολογική» σύλληψη-συγκρότηση ενός ‘νέου’ Μινώταυρου,
που δε θέλει ποίηση, στο βαθμό που η ποίηση είναι ‘εγχάρακτη-ρηξιακή’
στιγμή πρόσληψης και αντιστροφής του εξουσιαστικού τρόπου πρόσληψης του
γίγνεσθαι.
[3] Αν εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίο ο Γιάννης Ρίτσος ‘εργαλειοποιεί’ και ανατρέχει στην εν γένει σωματική διάσταση, τότε θα λέγαμε ότι, πέρα από την εννοιολογική-νοητική «κατασκευή» της λέξης, η ποίηση συγκροτεί το σώμα, το ίδιο το σώμα συνιστά ποίηση, ποίηση που δεν χαρίζεται ‘απλά’ αλλά ‘εκζητάει’ μόνη, σημαντική & ελάχιστη ‘εκδίδεται’ σκληρά, παρθένα και μη, αναζητώντας κύτταρα «αγωνίας» εντός σώματος.
[4] Βλέπε σχετικά, Παναχί Χίβα, ‘Χίλια χρόνια ξενιτιά..ό.π, σελ. 36.
[6] Βλέπε σχετικά, Χίβα Παναχί, ‘Ο Πρόσφυγας…ό.π, σελ. 23.
[7] Βλέπε σχετικά, Χίβα Παναχί, ‘Σαν Ηλιακός Άνεμος’…ό.π, σελ. 39.
[8] Αναφορά στο ποίημα της Χίβα Παναχί, ‘Ένας άνθρωπος από στάχτη’.
«Κάθε απόγευμα Ένα παιδί κάθεται. Κάθεται Στις τσιμεντένιες σκάλες Του σπιτιού Κοιτάει επίμονα Στα μάτια των αναστεναγμών μου», (Χίβα Παναχί, ‘Αναμνήσεις’).
Στην ποιητική συλλογή της ποιήτριας (Κουρδικής καταγωγής), Χίβα Παναχί, διαφαίνεται η τάση-κατεύθυνση προς το πραγματικό, η πρωτόλεια μνήμη της μητρικής αγκαλιάς-μητρικής γης (η συνάρθρωση των δύο παράγει & αναπαράγει ποίηση), η συγκρότηση του «εαυτού»-ταυτότητας εκ νέου, εκτός συγκεκριμένου πεδίου αλλά εντός ποίησης, η διττή όψη ενός γίγνεσθαι (μίας πραγματικότητας) η οποία καθίσταται ‘απόμακρη’ και, την ίδια στιγμή, ‘λειτουργική’ για την ποιήτρια Χίβα Παναχί, ‘λειτουργική’ και για την ίδια την αποκρυστάλλωση της ποίησης ως χρόνο του υποκειμένου πάνω στη γη, ως αναπαραγωγή «θραυσμάτων» και «ρηγματώσεων» που ‘συνεπαίρνουν’, μεταβάλλουν, που κινούνται προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός ειδικού περιβάλλοντος: ΄είμαι’ μονάδα εντός ποιητικών-κειμενικών αναφορών, μονάδα γειωμένη και σε ώσμωση με ότι θα αποκαλούσαμε ασταθή κοινωνία.[1] Η Χίβα Παναχί είναι η ποιήτρια που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη γη της, τη γη του Ιρανικού Κουρδιστάν.
«Στη Ζάλκα η μάνα μου Πρασίνισε, κοκκίνισε, Πονεμένη γεννήθηκα οι γυναίκες έβαλαν τα ρούχα τους αλλιώς Χλόμιασαν οι λαμπάδες Απ’ την κρύα φωτιά του βλέμματος μου Κάθε καλοκαίρι Σου μιλούσα για το σιτάρι που θερίζεται Μαυρίζουν στον κάμπο Μαυρίζουν από μέσα τα τραγούδια της εποχής Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες»;[2]
Μέσα στη γη και στο πεδίο της μνήμης, η ποίηση της Χίβα Παναχί απεντάσσει τη «σκληρή επιφάνεια» του λόγου που κανοναρχεί, πειθαρχεί, του λόγου που θέλει να ορίσει την πειθαρχία του έκκεντρου λόγου και των σωμάτων (το σώμα περιλαμβάνει ποίηση, για την ακρίβεια, συνιστά το ίδιο ποίηση.[3]
Η γη-μητέρα (αρχετυπικό σύμβολο, ‘εμπνευσμένο’ & υπερ-προσδιορισμένο σε εποχές εξορίας-προσφυγιάς), η μητέρα-μήτρα, επανεγγράφονται, αφενός μεν ως «δομική» φυγή, αφετέρου δε ως ‘συνταρακτική’ επιστροφή’ στα ‘μυστικά του χιονιού’.
Η γη θρέφει, η μάνα στέκει και η ποίηση διευρύνει και διευρύνεται συνάμα, μετασχηματίζεται σε ‘έρωτα του σιταριοb137669ύ’, σε λεπτό όριο, σε κατεξοχήν πεδίο γης, (κομμάτι χώρου) και μνημειακής εκφοράς της εξόριστης ποιήτριας, που, μέσα από το απείκασμα και το ‘μόριο’ (να θυμηθούμε τα φράκταλ του Έκτωρα Κακναβάτου) της εικόνας της, διαβλέπει την «απόσχιση» και ‘παύση’ των εξόριστων, των προσφύγων από τη ‘μητρική’ γη, (και γλώσσα), και, (αναγκαίο το διαζευκτικό και), δύναται να φθάσει σήμερα.
Κι η ποιήτρια Χίβα Παναχί «γεννήθηκε πονεμένη», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, με τον φόβο μεταξύ κρίσης & σταθερότητας, με το παίγνιο και την παρατήρηση (ή το παίγνιο της παρατήρησης των πάντων), μεταξύ «απαγκίστρωσης» και εκδίωξης, μεταξύ ταύτισης-καταφυγής: «Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες»; Αναφωνεί η Χίβα Παναχί, αναζητώντας τη διάρκεια στην ποίηση, την πατρίδα που εκφεύγει στη σημασιολογική της φορά, τη μητέρα-μάνα που ζητάει σε κάθε της τελεία. «Σιτάρι που θερίζεται» λοιπόν η λέξη και η γλώσσα της ποίησης, «σιτάρι» που «γονιμοποιεί» τις συνειδήσεις (και θέλει να επενεργήσει στις περίφημες ‘κοινωνικές επινοήσεις’ του Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα) και το ιστορικό γίγνεσθαι.
Το σιτάρι της Χίβα Παναχί φεύγει, για να μείνει όμως, εντός ποίησης, εντός προσωπικής διαδρομής-ιστορίας και μνήμης που συγκρατεί και συγκροτεί εκ νέου. Σε αυτό ακριβώς το πεδίο η ποίηση γίνεται ‘εποχή’ που διαφοροποιείται από τον ίδιο τον ορισμό του προφανούς. Η πρώτη λέξη, ο πρώτος ‘Θεός’ της ποίησης: η ανάγκη για καταγραφή, για εξιστόρηση & για εξιστόρηση της μνήμης.
«Ο κόσμος ήταν ωραίος Όπως οι μοναχικές στιγμές Μιας απλής ποιήτριας εγκυμονούσαν όνειρα Η όαση της πατρίδας τις ξεγέννησε νεκρές Κοίτα, κοίτα Πως οι σφήκες μαζεύονται Μέσα στις μπούκλες των μαλλιών Κρύβονται τα χρόνια της ποίησης Το χέρι μου Στο χέρι των ανέμων Αυτό το τρίκλισμα των ημερών Είναι ο μακρινός πλανήτης Του πύργου των καημών μας Στην καρδιά της μαύρης θάλασσας Σιγά σιγά οι επιθυμίες σου πάνε στον τάφο του παρελθόντος Έτσι λησμονιούνται».[4]
Πραγματικά, ενυπάρχει ο λόγος της ποίησης, που θα καταγράψει «σιωπηλές» επιθυμίες, τις διηγήσεις ενός κοριτσιού από εκεί, ενός κοριτσιού που, μέσω της ευθυγράμμισης με αυτό που προσδιορίζει (και προσδιορίζεται από την κοινότητα) ως αξία, «μετασχηματίζεται» σε ποιήτρια, ώσπου τότε, σαν εγκιβώτιση συμβάντος, η ποίηση (της) καταγράφει & ανατέμνει.
Εικόνες επιστρέφουν, η γραφή «βυθίζεται» και ‘διαρρηγνύει’ το χρόνο, η αθωότητα μίας ηλικίας και της πρώτης συνειδητοποίησης, «οι μοναχικές στιγμές μιας απλής ποιήτριας» που, «η όαση της πατρίδας τις ξεγέννησε νεκρές». Πέρα από τις στιγμές, ο εαυτός που μένει μετέωρος μεταξύ τώρα & μετά, μεταξύ φυγής και επανεκκίνησης. Και τα «κρυμμένα χρόνια της ποίησης» ‘αποκαλύπτονται’ ξαφνικά, περιλαμβάνουν περιπλανώμενες ανθρώπινες φιγούρες, εντός δεσμών φύσης, εντός ιεραρχήσεων του πολιτικού και προσλήψεων του πραγματικού. Είναι αυτές οι στιγμές της ποίησης που παραπέμπουν και δύνανται να καταγράψουν ωσάν βιωματικά την ίδια την αναδιαμορφούμενη γλώσσα των εν Ελλάδι [5]προσφύγων, οι οποίου διαβλέπουν τις μνήμες μίας φυγής «αλύτρωτης», χασματικής προς τους ίδιους και τους ‘άλλους’, ‘αναγκαστικής’, που τους ωθεί να συγκροτήσουν εκ νέου μία γλώσσα περιεχομενική, ίδια έγκληση του εαυτού στο άλλο πεδίο.
Ατομικά υποκείμενα (και ανομοιογενές συλλογικό υποκείμενο) επιλέγουν το δύσκολο δρόμο: τον δρόμο-κατεύθυνση της υποκειμενικής αναπαράστασης αυτού που ‘υπήρξε’, τον δρόμο-πορεία της εννοιολογικής κατασκευής-αναπαράστασης αυτού που ενυπάρχει στο τώρα: εμπόδια φυγής. Και στο μεσοδιάστημα, η ποίηση που δύναται να ανακαλύψει εκ νέου ταυτότητες, μία αλληλεγγύη του περιεχομένου, μα αρθρώσει την ‘ασταθή υποκειμενικότητα’, (των προσφύγων και μεταναστών), να ‘συλλάβει’ τη διαλεκτική της ιστορίας εντός ιστορίας ουσιαστικά, εντός κρίσης λαϊκής-εργατικής.
«Κρύβονται τα χρόνια της ποίησης» της Χίβα Παναχί για να ‘αποκαλυφθούν’ εντός φυγής, αναγκαστικής εξορίας, ‘προσφυγοποίησης’ ως διαδικασία πρόσληψης διαστάσεων του πολέμου «αφαίρεσης», του πόνου, της ίδιας τρωτότητας, ως διαδικασία ‘κτήσης’ όψεων που προσιδιάζουν στην ‘νέα’ κοινωνική πραγματικότητα. Τα σώματα των προσφύγων είναι οι υλικές απολήξεις της αλληλουχίας μεταξύ ιδεολογίας και πράξης, ‘φύλακες’ μίας μνήμης που θέλει να προσληφθεί ως κατηγορία αναφοράς. Και η ποίηση; Το διαρκές και δι-ιστορικό «τρίκλισμα των ημερών», αναφορά προς, τέχνη για.
«Κίτρινα πορτοκαλένια φύλλα Αναστέναξε ο ήλιος Χάθηκε Σε μια βροχερή μέρα του φθινοπώρου».[6] Αυτό που χάθηκε, ο ήλιος-ζωή, (ο θάνατος του σώματος), είναι ποίηση στο βαθμό που είναι προσφυγιά, άρθρωση των απανταχού «ευάλωτων», αξίωση μέλλοντος, ‘νέα’ ζωή. Και η Χίβα Παναχί προχωρά για να μυήσει & για να μυηθεί στον έρωτα ως στιγμή, «μάθημα» αναγέννησης, και κτήσης της υποκειμενικότητας διαμέσου της αντικειμενικότητας: «Έφερε ανεμόβροχο σήμερα ο ήλιος Σε αυτή τη ζέστη ξανά Είμαι γυναίκα εγκυμονώ τον έρωτα».[7] Η γυναικεία φύση και θέληση ενυπάρχει μαζί με τον έρωτα που θα ολοκληρωθεί όπως η ποίηση: ένθερμα. Η ποίηση της Χίβα Παναχί, «διανοίγει» τομές, κινείται αδιάκοπα στις διακλαδώσεις της μνήμης, αποκρυσταλλώνεται ως καθημερινό επίτευγμα, σε μία άλλη γη, σε μία άλλη γλώσσα.
Και τα ‘μυστικά του χιονιού’ είναι το καθημερινό της επίτευγμα, μία αναμέτρηση με τη σκληρότητα και την επιδίωξη αναδιαμόρφωσης του χώρου, μία «αγωνιστική» πρόκληση, μία επαναφορά της προσφυγιάς-΄προσφυγοποίηση
Από την ‘ύλη’ ενός νέου «δικαιικού» κώδικα. Διότι η ποίηση είναι σταθμός, μπροστά σε μία επιδίωξη «φυλάκιση» του σώματος και του πνεύματος, ίδιος στοχασμός του ανεξάντλητου..
[1] Η αστάθεια, περιοδική & δομική, συνιστά ‘σταθερά’ του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, του ευρύτερου ιστορικού προτσές, μία λειτουργία της διευρυμένης ιστορίας, πίσω και πέρα από τις επίσημες φωνές, από το θεσμοποιημένο όσο και καθεαυτό θεσμικό προσδιορισμό της ιστορίας. Η μνήμη (και με τον τρόπο με τον οποίο εμφιλοχωρεί & «εδαφικοποιείται» στο πεδίο της ποίησης) είναι τομή, όπως και η γη και η αναφορά στον άλλον στοχαστική ιστορία.
[2] Βλέπε σχετικά, Παναχί Χίβα, Έρωτας του Σιταριού’, Ποιητική Συλλογή, ‘Τα μυστικά του χιονιού’, Εκδόσεις Μαΐστρος, Αθήνα, 2008, σελ. 24. Για την ποιήτρια η ποίηση (θα λέγαμε η τεχνική της «απευθείας ανάθεσης») συνιστά εργαλείο ‘αυτονομίας-απελευθέρωσης’
[3] Αν εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίο ο Γιάννης Ρίτσος ‘εργαλειοποιεί’ και ανατρέχει στην εν γένει σωματική διάσταση, τότε θα λέγαμε ότι, πέρα από την εννοιολογική-νοητική «κατασκευή» της λέξης, η ποίηση συγκροτεί το σώμα, το ίδιο το σώμα συνιστά ποίηση, ποίηση που δεν χαρίζεται ‘απλά’ αλλά ‘εκζητάει’ μόνη, σημαντική & ελάχιστη ‘εκδίδεται’ σκληρά, παρθένα και μη, αναζητώντας κύτταρα «αγωνίας» εντός σώματος.
[4] Βλέπε σχετικά, Παναχί Χίβα, ‘Χίλια χρόνια ξενιτιά..ό.π, σελ. 36.
[6] Βλέπε σχετικά, Χίβα Παναχί, ‘Ο Πρόσφυγας…ό.π, σελ. 23.
[7] Βλέπε σχετικά, Χίβα Παναχί, ‘Σαν Ηλιακός Άνεμος’…ό.π, σελ. 39.
[8] Αναφορά στο ποίημα της Χίβα Παναχί, ‘Ένας άνθρωπος από στάχτη’.
No comments:
Post a Comment