Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΑΝΕΜΙΖΟΥΝ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΤΗΣ ΧΙΒΑΣ ΠΑΝΑΧΙ

ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΑΝΕΜΙΖΟΥΝ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ


Πάντα αγαπούσα τους άνεμους ,κάθε άνεμο είχε σχέση με την ύπαρξη μου έτσι τους βίωνα λεπτό προς λεπτό .   Είναι Αύγουστος ο άνεμος καθαρίζει το πρόσωπο της Αθηναϊκής φεγγαράδας.ο δρόμος και ο άνεμος επιμένουν, τον  νιώθω τον άνεμο με ήρεμο τρόπο να διαπερνά μαλλιά μου καθώς γαληνεύει το πρόσωπο μου με την  ύπαρξη του .
Πιστεύω ξέρει πώς είμαι ολοκληρωμένη μαζί του, παραλογίζομαι τόσο που καμία φόρα μέσα μου λέω ίσως αν είχε υπόσταση να μην με άφηνε να ξεφύγω από τα ματιά του . Αφού η ροή του απογευματινού ανέμου με παίρνει μαζί του πλησιάζω στο Θησείο θα έρθει η φίλη μου , η ΖΩΗ να τα πούμε από κοντά για καφέ . Υγρός είναι ο άνεμος έτσι το δέρμα μου αναπνέει ήρεμα  μαζί του ,μου αρέσει το χάϊδεμα του. Με καλεί κάποιος στο κινητό μου απαντώ «παρακαλώ ,aloo» την αναγνώρισα απλά ακόμη, την ιδία χαρακτηριστική παιδική φωνή . «Χίβακι μου δεν μπορείς να φανταστείς πόσα χρόνια ψάχνω τα ίχνη σου ..το τηλέφωνο σου και ο άνεμος γλίστρα  στα δάκρυα μου .
Φλασμπάκ όλες οι στιγμές ιστορικές πλέον ήταν στα χέρια του ανέμου ,της έδωσα ένα ρόδι πρώτη δημοτικό στο διάλειμμα και η Νασίμ αντιπροσώπευε το όνομα της ,δηλαδή, το απαλό άνεμο με το ήρεμο βλέμμα της χαμογέλασε με εκείνα τα πράσινα μάτια , με το ξανθό κατσαρό μαλλάκι που έβγαινε από σχολική μαντίλα της ανέμιζαν   παραμυθένια τα καλοκαιριά μας .
Δεν θυμάμαι τι απαντούσα άπλα το κινητό μου  σαν να είχα περάσει από ένα ποτάμι ,από συγκίνηση τρέμω ,ο άνεμος με σφίγγει στην πνοή του φτάνει η φίλη μου με αγκαλιάζει .
Ανεμίζει η νύχτα μας στην σκιά της ιστορίας και της πορείας .
Χίβα Παναχί
12.8.2010

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Σπίθες από τη χαμένη γη ,Χίβα Παναχί

Σπίθες από τη χαμένη γη

Σε αναζητεί η έρημος
Η νύχτα ξαπλωτή αναμένει να επιστρέψουν τα χαμένα άστρα
Ένας κρύος άνεμος κρύβεται εδώ
Τρεμοπαίζουν οι ευχές των κεριών για το δρόμο
Επιθυμία αγκαλιάζει τον κρύο άνεμο

Μια χούφτα από το χώμα της Ερμού
Τα χέρια μου χαζεύουν τα άστρα του έρωτα
Ο ουρανός πια μοιάζει με σταρένιο κτήμα από μακριά
Αν βρεθεί μια κίχλη να κρυφτούμε στην σκιά της
Στις ανάσες μας σιγανοκαίγεται ο κόσμος
Αναζητάμε τον χαμένο δρόμο της έρημο
Η πόλη πια είναι μόνη της
Τα δέντρα μυρίζουν θάνατο

Αγαπώ το σπουργίτι του βλέμματός σου στην ξενιτειά
Αναζητούν ήρεμα για τις πληγές της επιθυμίας στο κορμί μου
Ο καημός της πόλης αναμείχθηκε πια με την θλίψη του ουρανού
Η τρικυμία στα στήθη μου είναι από καλοκαίρι
Ο κόσμος φτερουγίζει στα φτερά μιας πεταλούδας
Η μακρινή σκιά μου σκεπάζει τα εσώρουχα
Γεμίζει πια γύρω από σκόνες, φουρτούνες
Η σκιά σου είναι μια νέα πόλη
Με την βροχή μιλά
Με το κρασί που γέμισε τις αυλές της πόλης
Με τις βελανιδιές όταν μοίρασαν τα νέα μας στον κόσμο
Το κεράκι να μαρτυρεί τη φεγγαράδα πως καίγεται από μακρυά

Χίβα Παναχί
Αύγουστος 2010
ΑΘΗΝΑ

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Από το ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΚΕΡΙΩΝ ΤΟΥ SHERKO BEKAS ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΥΡΔΙΚΑ : ΧΙΒΑ ΠΑΝΑΧΙ



 Από το  ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΚΕΡΙΩΝ  

ΤΟΥ SHERKO BEKAS
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΥΡΔΙΚΑ :   ΧΙΒΑ ΠΑΝΑΧΙ



Με νέο ένδυμα  του ποιήματος
Σε  απόχρωση των δακριών
Να γυαλίζει η αναμονή
Να γυαλίζουν οι καημοί
Ένα ένδυμα σε απόχρωση της παρθενίας του βοριά
Ένα ένδυμα με απόχρωση της θλίψης του  άνθους     
Η εποχή της ξεριζωμού
Που σιγανοντινει την εσπέρα των ερωτευμένων
Το ύψος των ξενιτεμένων
Με το νέο  ένδυμα
Εκείνα που μόνο τα ξέρει η λεπτοκαμωμένη φαντασία
Που τα έραψα σε υγρά δωμάτια
Με την συντροφιά του  γερού Φανούρη
Με νέο ένδυμα  του ποιήματος
Με θλίψη των δακριών
Μαζί με την όαση
Χέρι  χέρι με το φθινόπωρο
Όπως ο άνεμος που διώχθηκε                         
Χαζοχτυπειεται στα Βράχια
Καμία φόρα μπερδεύουν εμένα με ένα φοβισμένο ανοιξιάτικο άνεμο
Που μοιάζει με ένα κοριτσάκι από «Χαλαπτσα»[1]
Οι  καημοί  των  άνεμων
Παίζουν φλάουτα της μοναξιάς
Η πληγή του Κιρκούκ κουβαλάω στο στήθος
Συνεχώς ένα κομμένο κεφάλι φυτρώνει
Προχωράω
Με μια χούφτα των μαλλιών
Εκείνη η γυναίκα που την αποκεφάλισε
Ένα σπαθί 
Με ένα φιτβάς  
Στην Τάβιλια[2] καθώς χάρισαν το κεφάλι της σε ένα τζαμί
Φεύγω
Ένα νέο ταξίδι
Ξυπόλυτοι  καημοί  
Πάνω στις πλάτες της όαση
Ξαφνική φυγή  
Στην εποχή του καπνού
 Στις αποσκευές του κρύβει πολλά
Κρύβει τα σκοτωμένα ματιά της βροχής
Ταξίδι
Ταξίδι προς τις χώρες των σταχτών
Στην πατρίδα των ήρεμων δρόμων
Γεμάτα με κόσμο
Τα τραγούδια πεθαμένα
τα κρασιά χυμένα
οι πήγες φαρμακωμένες  
Γεμάτος ο δρόμος από τα κοκάλα του ήλιου  
το νέο ένδυμα  του ποιήματος
Έχουμε μια συγγένεια
Με εκείνο του πουλάκι που έχει χάσει το πιτσουνάκι του
Διχασμένος ο ουρανός
Με το ένδυμα της μουσικής
Με το Ταμπούρι[3] και Μπαλαμπάν
Καθώς γίνομαι χορός
Με τα φωνήεν της φωτιάς
Παρατηρώντας το καραβάνι των νεκρών
Στο κατώφλι γης και ουρανού
Φεύγω πάλι με την μαύρη τσάντα μου
Ψάχνω τις τσέπες μου
Η απελπισία μου σαν το ερωτευμένο πουλί
Μου γκρινιάζει να κάτσω με το αυγό του νέου  ποιήματος
Με το βλέμμα του φεγγάρι από πάνω μας
Από πίσω μου τρέχει η ψυχή της μάνας μου
Την μπερδεύω καμία φορά με ένα τουτακ[4]
Ασπρόμαυρο χρώμα
Πηγαινοέρχεται σε ατελείωτους δρόμους του πόνου
Χωρίς να μπορέσει να κάνει κάτι
Φεύγω για καυτή χώρα
Γυρεύω τα οστά
Μικρό  θρύψαλα των κορμιών
Γυρεύω τον αυτό μου
Δεν πάω πολύ μακριά
Χώνομαι προς τα βαθιά
Βλέπω τον θάνατο
Τον κοιτάω στα ματιά
Στο κάτω κόσμο ψάχνω
Εκείνες οι πηγές που τυφλώθηκαν  
Ψάχνω για  το λογαριασμό όλων  
Συνάντηση με δαιμονικά πλάσματα
Κοιτάω τον θεό από κάτω
Βουβά πλάσματα πολλά
Όμως τους λέω τραγούδια
Σε ένα χαρτί μια κρυφή πηγή
Να εκραγείς της είπα
  Δεν πηγαίνω μακριά
Κοντά στον δικό μου θάνατο
Σε μια αρχαία ιστορία
Καθώς ο μόνος  ρόλος  που έπαιζα
Κατάληγε στην κόλαση
Διάλυση ,εξόντωση
Πηγαίνω ως ένα άνεμο τρελαμένο
Του ερήμου
Που να καταλήξω άραγε?
Υπάρχει το πουθενά
Να βρω αυτόν τον θεό
Όπου βρεις πάρτης  
Μισοζωντανοι  οι εξαφανισμένοι
Κάπου εκεί βρίσκομαι
Σε καπνισμένα μέρη
Εκεί αναμιγμένο με την μυρωδιά θανάτου
Κραυγές αυτού  του  χαμένου  θεού  
Τον γυρεύω  
Πώς μας εγκατέλειψες ?
Ούτε το ονειρεμένο πουλί της ποίησης
Ούτε η μάγισσα του  άνεμου
Έμαθαν για εκείνους τους θανάτους
Ούτε ένα ούτε εκατό ούτε χίλια
Κρατήσου από το μαλλιά μου
Είμαι μια γυναίκα από «Ζιανα»[5]
Ονομάζομαι «Καλέ»
Εγώ ξέρω για την τύχη εκείνων που ψάχνεις
Τα «καλουίκ»[6]του «Χίραν»[7]της κόλασης
Όλα είναι στο στήθος μου
Η διήγηση των ποταμών δεν φτάνει
Η θλίψη του χώμα και καμένα δέντρα είναι λίγα
Είμαι εγώ φωνές των ταφών
Μυρωδιά των πτωμάτων
Χρώμα του σκότος
Εγώ μοίραζα το κορμί μου με θάνατο
Οι  πληγές του εδώ είναι
Από τις στάχτες της παρθενίας μου έρχομαι
Από χιλιάδες πεταλούδες
Από εκατοντάδες μικρές πήγες
Από τις σκιές της ζωής
Μόνο μερικά επέστρεψαν
Απ κει έρχομαι
Σας βρήκα στο χώμα του ουρανού
Η ελπίδα κομματιασμένη   
Ο ερωτάς με δηλητήριο πλαγιάζετε  
Το   τραγούδι που έμεινε
Μονάχα η εξόντωση ,μικρά στήθη
Μέσα στο αίμα οι φίλες μου
Κοιτά να δεις τις ψυχές τους   
Πονάνε και κλαίνε
Βραχιόλια και μικρά κοσμήματα
Γρατζουνάνε την γη για βοήθεια  
Κοιτά οστά μικρά και μεγάλα χέρια
Κάτω από τον μαύρο ήλιο
Κρατήσου από τα μαλλιά μου
Ή από την μεγάλη θεά της θλίψη
Ή ακολούθησε την καμένη μου φωνή
«Τουπιζαβ»[8]το πρώτο σταθμό στην έξοχη
Έθαψε  τα ονειρεμένα μας
 Σε μια  καλοκαιρία
Απών εκείνος ο μέγας θεός
Στα προπύλαια της Βαγδάτης
Σταγόνες από απελπισμένες  ερωτήσεις
Το πρώτο  αστυνομικό τμήμα  στην κόλαση
Ένα κρυφό χαρτί από μυστικές εικόνες
Πνίγουν το βλέμμα μας
Ο κόσμος ανήμπορος
Ο δρόμος ανήμπορος
Τα ύδατα ανήμπορα
Όλοι δήλωσαν ανήμποροι
Γίνεται το μεγάλα ταξίδι
Το καραβάνι των πτωμάτων αγκάλιασαν τις ανάσες του χιονιού
Το τελευταίο βλέμμα του φεγγάρι  
Ποιος θα ξανά ερωτευτεί;
Να πάρουμε ένα αθώο  χαμόγελο από την κούνια
Για το δρόμο προς την κόλαση
Λυπόμαστε το φως που έχουν καλυμμένο τα ματιά του
Τα τραγούδια κρυφτήκανε στα όπλα
Ακούστηκε πυρ ..πυρ ….
Η ελευθερία υπό κράτηση
Σε ένα σεντούκι
Αλλά σεντούκια από πάνω ένα μετά από άλλο
Σκοντάφτει στα μονοπάτια του θανάτου
Απαγορεύεται η αυγή να υψώνεται
Έρχονται μερικοί  άντρες
Αγριάδα του «χατζαζτ»[9]στα χεριά
Μια ομάδα αντρών από την ρίζα των βαρβάρων
Το μυαλό τους μαύρο μίσος
Με ιστορία  από σπαθί και αίμα
Πάνω στους μιναρέδες από κεφάλια
Φωνάζουν τον Αλλάχ
Σταματάει χρόνος
Το ρόλοι αυτοκτονεί με τα μικρά λεπτά της σκόνης σκεπάζεται
Μια ομάδα γυναικών
Μια ομάδα ομορφιάς
Μια ομάδα γυναικών παρακαλούν τον θεό
Διαλυμένες από φόβο
Μια έκλαιγε στην αγκαλιά της άλλης
Μια χωρία   
Μαζί μετά
Κρατάνε το κεφάλι μιας καθώς την τρώει ένας σκοτεινός άντρας
Τρέχει αίμα ..γεμίζει το χώμα
Μαχαιριά πολλά ανακατεμένα με παρακάλια των άγιων
Των αγγέλων ..όλοι γέμισαν αίμα
 Το πρόσωπο όλων πήρε κόκκινο χρώμα ντροπής
Εδώ να νομοθετούν για παρθενιά
Χτυπάμε την πρώτα της συνείδηση  του κόσμου
Ελατέ αυτό το κορίτσι δεν έζησε όσο ζει μια πεταλούδα
Τι να δηγηθώ;
Όλες  εκείνες οι χαμένες  φωνές
Στο γέλιο των φρουρών
Πες μου πώς να περιγράψω πόνο
Εκείνο το κορίτσι που την τρώγανε τα σκουλήκια
Μετά από χιλιάδες συνουσίες
Εμείς όμως από πεινά τρώγαμε τα σκουλήκια του πτώματος της 
Μια μέρα που θα μιλήσει το χώμα
Πείτε το να κάνει διαγωνισμό πόνου  
Είμαι σίγουρος καμία γη δεν μπορεί να μας ξεπεράσει
Τόσες  ιστορίες
Πεζά ,ποιήματα ,κρεμασμένη τραγωδία
Είμαι σίγουρος αν δεν μας αδικήσουν
Θα πάρουμε το νόμπελ της εξόντωσης  
Ανυπεράσπιστους καιρούς
Εμείς οι Κούρδοι θα το κερδίσουμε
Για  χρόνια του ΑΝΦΑΛ[10]
 Το  Νομπέλ της εξόντωσης  για μας
 
 




   
  









[1]Μια από τις αρχαίες πόλεις στο Κουρδιστάν του Ιράκ που βομβαρδίστηκε από το καθεστώς Σαντάμ 18.3.1988
[2] .Ταβιλα μια κωμόπολη στην Κιρκούκ στο Κουρδιστάν του Ιράκ
[3] Ταμπούρι και Μπάλαμπαν δυο παραδοσιακά κουρδικά όργανα
[4] .ένα ονειρεμένο πουλί  στην κουρδική μυθολογία  
[5] Ένα μέρος στα νοτιά του Ιράκ με φοβερή ζεστή που χρησιμοποιηθήκαν για ομαδικά ταφή των κούρδων από το καθεστώς Σαντάμ
[6] Το ίδιο με την περιγραφή 4
[7] Το ίδιο με την περιγραφή 4και 5 /
[8] Μέρος στο Ιράκ που χρησιμοποιήθηκε για το γεγονός γνωστό ως Ανφάλ σχέδιο εξόντωση του κουρδικού πληθυσμού  
[9] .ένας γνωστός σφαγέας στην εποχή της επέκτασης του ΙΣΛΑ ΤΟ 1000 Μ.Χ
[10] .ΑΝΦΑΛ είναι ένα κεφαλαίο στο ιερό βιβλίο του κοράνι των μουσουλμάνων η εξουσία του Σαντάμ θεώρησε τους κούρδους άπιστους για αυτό με βάση της βίας σε αυτό το κεφαλαίο έκαναν την επιχείρηση εξόντωση των κούρδων .
Ο Sherko Βekas γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1940 στην πόλη Solaimania. Γιος του εθνικού ποιητή των Κούρδων Faiaq Βekas, στην διάρκεια της εξόντωσης χάνει συγγενείς και φίλους. Ως εξόριστος έζησε μέχρι το 1992, οπότε επέστρεψε στο Κουρδιστάν. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Σουηδικά, Νορβηγικά, Περσικά, Αραβικά, Ρωσικά. Έχει βραβευτεί με την χρυσή πένα του Τοχολόσκη της Σουηδίας και το χρυσό κλειδί της Φλωρεντίας. Πολυγραφότατος κούρδος ποιητής. Οι δυτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως αυτοκράτορα της ποίησης.
Κάποια από τα έργα του είναι: Το φεγγάρι της ποίησης, Η ζωή βρέχει, Μάτι και το φίδι και το σταυρό και η Εφημερίδα της ζωής ενός ποιητή, Τραγούδια για την καρέκλα .
Το νεκροταφείο των κεριών το οποίο έχει γραφτεί για τις γυναίκες της επιχείρησης του Ανφάλ με επίκεντρο της ομαδικής εξόντωσής τους.

A Woman from Ashes

  When the sun descends on Earth and guides us, then we speak about the age of innocence....    26 of March, 2024